- αλφάνω
- ἀλφάνω (Α)1. έχω όφελος, αποφέρω κέρδος, κερδίζω2. αποκομίζω, παίρνω, βρίσκω3. φρ. «ἀλφάνω φθόνον», προκαλώ τον φθόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. τής Αρχαίας γνωστός ήδη από τον Όμηρο, όπου απαντά μόνο σε χρόνο αόρ. β΄ (ἦλφον). Σπανιότερα το ρ. απαντά και ως ἀλφαίνω. Η κυριολεκτική σημασία τού ρήματος είναι «προμηθεύω, παρέχω, κερδίζω». Στον Αέτιο το ρ. ἀλφαίνω απαντά με τη σημασία «αμείβω». Τύποι συγγενείς ετυμολογικά με το ρ. ἀλφάνω απαντούν και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Συγκεκριμένα ο τ. αορ. β΄ ἀλφεῖν συνδέεται με το σανσκριτικό arhati «κερδίζω» και το μεταρηματικό ουσ. ἀλφή «παραγωγή, κτήση, κέρδος» συνδέεται με το λιθ. alga «μισθός, αμοιβή». Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές το ρ. ἀλφάνω ανάγεται συνήθως σε ΙΕ ρίζα (*lbh-) με ασθενή βαθμίδα θέματος (1 αντί τής ισχυρής el-ol- που απαντά στη Σανσκριτική και Λιθουανική).ΠΑΡ. αρχ. ἀλφή. ἄλφησις].
Dictionary of Greek. 2013.